ίππευση

ίππευση
[-ις (-εως)] η
1) взбирание на верховую лошадь; 2) верховая езда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ίππευση" в других словарях:

  • ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία …   Dictionary of Greek

  • ίππευση — η ανάβαση πάνω στο άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππεύσῃ — ἱππεύσηι , ἵππευσις riding fem dat sg (epic) ἱππεύω to be a horseman aor subj mid 2nd sg ἱππεύω to be a horseman aor subj act 3rd sg ἱππεύω to be a horseman fut ind mid 2nd sg ἱ̱ππεύσῃ , ἱππεύω to be a horseman futperf ind mp 2nd sg ἱ̱ππεύσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππασμα — ἵππασμα, τὸ (Α) [ιππάζομαι] ίππευση, καβαλίκεμα …   Dictionary of Greek

  • ιππασμός — ἱππασμός, ό (ΑΜ) [ιππάζομαι] ίππευση, καβαλίκεμα …   Dictionary of Greek

  • ιππευτής — ἱππευτής, ὁ (Α) [ιππεύω] 1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος 2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… …   Dictionary of Greek

  • κάμηλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καβάλημα — το [καβαλώ] 1. καβαλίκεμα, ίππευση 2. μτφ. συνουσία, βάτεμα …   Dictionary of Greek

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»